φαντασιοκοπώ

φαντασιοκοπώ
φαντασιοκοπῶ, -έω, ΝΜΑ [φαντασιοκόπος]
πλάθω με τη φαντασία μου ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα πράγματα, είμαι φαντασιοκόπος
αρχ.
1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιοκοπίες
2. κάνω ταχυδακτυλουργίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαντασιοκοπώ — φαντασιοκόπησα, αμτβ., είμαι φαντασιοκόπος (βλ. λ.), φαντάζομαι ανύπαρχτα πράγματα, τρέφομαι με μάταιες ελπίδες, ονειροπολώ, αεροβατώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • ονειρεύομαι — και νειρεύομαι και νείρομαι [όνειρο] 1. βλέπω όνειρα, ενυπνιάζομαι 2. βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου («καλό στον έμορφο το νιο, που ψες τόν ονειρεύτηκα», Βιζυην.) 3. δημιουργώ φανταστικές εικόνες στο μυαλό μου, ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ… …   Dictionary of Greek

  • ονειροβατώ — έω ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρο + βατώ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. υπνο βατώ] …   Dictionary of Greek

  • ονειροπολώ — (Α ὀνειροπολῶ, έω) [ονειροπόλος] 1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους τού ονείρου και τής φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και… …   Dictionary of Greek

  • ουρανοβατώ — (Α οὐρανοβατῶ, έω) [ουρανοβάτης] βαδίζω ή κινούμαι στον ουρανό νεοελλ. μτφ. φαντασιοκοπώ, αεροβατώ, είμαι φαντασιόπληκτος …   Dictionary of Greek

  • ουρανοδρομώ — (ΑΜ οὐρανοδρομῶ, έω) [ουρανοδρόμος] διατρέχω τον ουρανό νεοελλ. μτφ. ουρανοβατώ, φαντασιοκοπώ …   Dictionary of Greek

  • φαντασιοκόπημα — το, Ν φαντασιοκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασιοκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Δήμιτσα] …   Dictionary of Greek

  • φαντασιοσκοπώ — έω, ΜΑ [φαντασιοσκόπος] φαντασιοκοπώ …   Dictionary of Greek

  • ονειροπολώ — ησα 1. με τη φαντασία μου πραγματοποιώ τους πόθους μου, αλλ. φαντασιοκοπώ. 2. πλανιέμαι με το νου σε κόσμους φανταστικούς, ρεμβάζω: Καθισμένη στο βράχο ονειροπολούσε. 3. ποθώ κάτι πάρα πολύ: Ονειροπολώ κάθε τόσο την πατρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”